- τρίβραχυς
- -υ, ΝΑ(για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβέςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο τρίβραχυςο μετρικός πόδας που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + βραχύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλίζω — (AM) [δάκτυλος] μσν. παθ. δακτυλίζομαι γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο) αρχ. δακτυλίζω δακτυλοδεικτώ … Dictionary of Greek
τριβραχίαμβος — και τριβραχυΐαμθος, ὁ, Μ τρίβραχυς και ίαμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβραχυς + ἴαμβος] … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
трибрахий — ТРИБРА´ХИЙ (греч. τρίβραχυς, от τρι в сложн. словах три и βραχύς короткий) античная трехдольная стопа о трех кратких слогах ⌣⌣⌣. В русской метрике Т. называется безударная стопа в трехдольных размерах, например: | Слезы люд | ские, / | слезы люд… … Поэтический словарь
tribraquio — (Del lat. tres, tria, tres + bracchium, brazo.) ► sustantivo masculino POESÍA Pie de la poesía griega y latina formado por tres sílabas breves. * * * tribraquio (del lat. «tribrӑchys», del gr. «tríbrachys») m. Métr. *Pie de la poesía griega y… … Enciclopedia Universal
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
τροχαιοχόρειος — ὁ, Μ (στη μετρική) ο τροχαίος και τρίβραχυς ∪∪∪∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + χορεῖος] … Dictionary of Greek
χορείος — ο / χορεῑος, εία, εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος (στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους μσν. αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον τόπος όπου χορεύουν,… … Dictionary of Greek
tribraquio — (Del lat. tribrăchys, y este del gr. τρίβραχυς). m. Pie de la poesía griega y latina, compuesto de tres sílabas breves … Diccionario de la lengua española